πύραστρον
Look at other dictionaries:
πύραστρον — τὸ, Α πιθ. πυράγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. αντί πύραυστρον] … Dictionary of Greek
πυραύστρα — ἡ, Α πυράγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + αὔω «ανάβω φωτιά» (πρβλ. πυρ αύσ της) + επίθημα τρα. Η λ. απαντά και στην Μυκηναϊκή με τη μορφή pyrautoro «μικρές λαβίδες, πυράγρες», τ. τού δυϊκού αριθμού, ο οποίος μπορεί να είναι είτε θηλ. (πυραύστρα) είτε ουδ … Dictionary of Greek