πύραστρον

πύραστρον
πύραστρον, τό, prob.
A = πυράγρα, πυραύστρα, Herod.4.62 [[pron. full] , cf. πυραύστης].

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πύραστρον — τὸ, Α πιθ. πυράγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. αντί πύραυστρον] …   Dictionary of Greek

  • πυραύστρα — ἡ, Α πυράγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + αὔω «ανάβω φωτιά» (πρβλ. πυρ αύσ της) + επίθημα τρα. Η λ. απαντά και στην Μυκηναϊκή με τη μορφή pyrautoro «μικρές λαβίδες, πυράγρες», τ. τού δυϊκού αριθμού, ο οποίος μπορεί να είναι είτε θηλ. (πυραύστρα) είτε ουδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”